Υπάρχει ένα άτομο στη ζωή μου, που δεν ξέρω άμα γράφω αρκετά καλά για να το περιγράψω . Είναι το άτομο που θυμάμαι από τότε που μου επέτρεπε το μυαλό μου να δημιουργώ μνήμες. Πολλές μνήμες, και ακόμα περισσότερα συναισθήματα. Έντονα συναισθήματα. Χαρά από αυτή που σου βγαίνει από τα μάτια, νεύρα από αυτά που σου θολώνουν το μυαλό, αγάπη από αυτήν που φοβάσαι να γράψεις γιατί δεν θα καταλάβει κανείς. Είναι η μαμά μου, η κολλητή μου, το μπάζο, η έξυπνη, η άσχημη, η όμορφη, η ΔΙΚΙΑ μου μεγάλη αδερφή.
Έχουμε ζήσει τόσα πολλά μαζί και όμως νιώθω πως δεν καλύπτει το κομμάτι της ζωής μου που θέλω. Δεν είναι εδώ, δεν κοιμάται στο δίπλα κρεβάτι, δε μαγειρεύουμε μαζί, δεν πάμε για ψώνια, ούτε καν μαλώνουμε όπως μας πρέπει πια. Ζούμε μακριά την πιο λάθος στιγμή. Είναι της μοίρας μας να ζούμε μακριά, πάντα έτσι ήταν. Όταν πήγαινα Δημοτικό, πήγε να σπουδάσει. Τόσο μεγάλη στεναχώρια είχα κάθε φορά που έφευγε, που έτρεχα στο δωμάτιο, έπαιρνα ένα χαρτί και το γέμιζα με ατάλαντες ζωγραφιές και ανορθόγραφες προτάσεις και περίμενα να δω τη μαμά να ετοιμάζει δέμα για να τρυπώσω στα κρυφά το γράμμα μου.
Περίεργος άνθρωπος, που λες. Πεισματάρα, τελειομανής, επιβλητική, πάει να μπερδέψει όσους δεν την ξέρουν, όχι όμως εμένα. Είναι ευαίσθητη, δεν ανοίγεται, δεν αγαπάει πολλούς ανθρώπους, εκείνοι που έχουν τη τύχη να τους αγαπήσει όμως καταλαβαίνουν πως ο δικός της τρόπος να αγαπάει είναι αλλιώτικος από τους άλλους. Ειδικά άμα σε αγαπήσει πολύ κινδυνεύεις να εθιστείς μαζί της, να μην μπορείς να αντέξεις χωρίς αυτήν ακόμα και αν πάει να σε πνίξει καμία φορά. Κάποτε, πριν ξεκινήσω τη ζωή μου στα ξένα μου είχε γράψει, πως αν νιώσω την αγάπη της να με πνίγει είναι που με αγαπάει πιο πάνω από την αγάπη, πιο πάνω από τους ανθρώπους. Περίεργος ποσοτικός προσδιορισμός, ασαφής για τους υπόλοιπους, ακριβέστατος για εμένα.
Δε συγκρατώ εύκολα μνήμες, είναι όμως κάποιες στιγμές που μπορώ να τις ξαναζήσω με το μυαλό μου αναλλοίωτες, ξανά και ξανά.Θα αναφέρω δύο, τις πιο έντονα χαραγμένες. Είναι άδικο γιατί είναι τόσες πολλές, και τόσο δύσκολο να τις περιγράψω όπως τους αξίζει…
Θυμάμαι πριν αρκετά χρόνια είχα ζητήσει από τον Άγιο Βασίλη ένα επιτραπέζιο για τα Χριστούγεννα. Είχαμε καθίσει στο σαλόνι ένα βράδυ και παίζαμε όλοι μαζί. Εγώ περιττό να αναφέρω πως όταν μου δίναν σημασία τα μεγαλύτερα αδέρφια μου, γελούσαν μέχρι και τα αυτιά μου. Θέλοντας να δείξω τον ενθουσιασμό μου την χτύπησα στην πλάτη, θύμωσε, με μάλωσε και δεν μου μιλούσε για δυο μέρες. Δύο μέρες που δεν θα ξεχάσω. Πήγαινα κρυφά μέσα στο δωμάτιο ενώ διάβαζε και καθόμουν στο πάτωμα περιμένοντας να με συγχωρήσει. Ανέφερα παραπάνω για το πείσμα της ε? Ε, μισό μέτρο άνθρωπο, με μάτια έτοιμα να σκάσουν από το κακό τους, και φωνή τρεμάμενη να ζητάει συγγνώμη, δεν τον συγχωρούσε. Ξέρεις γιατί? Γιατί κάπου κάπου έπρεπε να έχει και ρόλο «μαμάς» εκτός από αδερφής, ως η μεγαλύτερη.
Την άλλη σκηνή που ξαναζώ κάθε φορά που θέλω να την πιάσω από το χέρι και να τρέξουμε μακριά από όλους, τη χρονολογώ κάπου στο 2005. Καλοκαίρι, στον Πλαταμώνα. Ο ουρανός ήταν έτοιμος για μπόρα αλλά εκείνη ήθελε να πάμε οι δυο μας για μπάνιο σε μία παραλία κοντά στο σπίτι. Εγώ ετοιμάστηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να προλάβω μην αλλάξει γνώμη. Πήραμε δύο πετσέτες, και κατηφορίσαμε, αφήνοντας πίσω τη μαμά να μας φωνάζει να βγούμε από τη θάλασσα όταν πιάσει η βροχή, γιατί φοβάται τις αστραπές. Αφήσαμε τις πετσέτες και βουτήξαμε, μετά από πέντε λεπτά ξεκίνησε να βρέχει και η θάλασσα να μαυρίζει. Κάποιες δεν άκουσαν τη μαμά τους και συνέχισαν να κολυμπάνε νιώθοντας τη βροχή στο πρόσωπο τους και τη ζεστή θάλασσα στο κορμί τους. Όταν αποφασίσαμε να βγούμε η βροχή δυνάμωσε. Με έπιασε από το χέρι, τρέχαμε στη μέση της αγοράς, στις γραμμές του τρένου, στην ανηφόρα και γελούσαμε. Δεν μας ένοιαζε να κρυφτούμε κάτω από καμία τέντα, ούτως ή αλλιώς ήμασταν ήδη βρεγμένες και τα δάχτυλά μας ήταν τέλεια μπλεγμένα, για να φοβηθούμε τη βροχή.
Σε δυο βδομάδες αυτός ο άνθρωπος θα μου χαρίσει έναν άλλον άνθρωπο. Έναν άνθρωπό που έχω τόσα μα τόσα πολλά να γράψω για εκείνον, πριν καν γεννηθεί. Δεν θα τον μπλέξω όμως με τη μαμά του, του αξίζει κάτι διαφορετικό κατάδικό του, που θα έρθει σύντομα. Χωρίς αναμνήσεις αυτήν τη φορά, μόνο με γεγονότα και όνειρα…
Φοβάμαι πως όλα αυτά που έγραψα δεν μπορούν να την περιγράψουν στο ελάχιστο. Φοβάμαι πως δεν είναι αρκετά καλή η γραφή μου, οι μνήμες που χρησιμοποίησα, τα επίθετα που διάλεξα για να τη χαρακτηρίσω. Φοβάμαι πως η αγάπη μου για εκείνη είναι «πιο πολλή από όση εννοούν οι λέξεις και λένε τα τραγούδια!»